Ως μεταξόνιο (wheelbase) ορίζεται η απόσταση ανάμεσα στον εμπρός και τον πίσω άξονα ενός οχήματος.
Στα αυτοκίνητα δρόμου, έχει επικρατήσει οι εκδόσεις με “μακρύ” μεταξόνιο να θεωρούνται οι πιο πολυτελείς και άνετες, λόγω αυξημένου χώρου στην καμπίνα.
Στους αγώνες όμως, η επιλογή αυτής της απόστασης γίνεται με άλλα κριτήρια στο μυαλό.
Σε αυτό το άρθρο θα προσπαθήσουμε να εξηγήσουμε τη λογική πίσω από την επιλογή της μίας οδού ή της άλλης στα αγωνιστικά αυτοκίνητα. Αυτό που πρέπει να έχουμε στο μυαλό μας όμως, είναι πως τα σύγχρονα μονοθέσια της Formula 1 είναι είναι απίστευτα περίπλοκες κατασκευές, και ένα μακρύ ή κοντό μεταξόνιο δε μπορεί να κάνει τη διαφορά από μόνο του.
Το μήκος του μεταξονίου λοιπόν, παίζει μεγάλο ρόλο στα δυναμικά χαρακτηριστικά ενός αγωνιστικού αυτοκινήτου, και συνήθως αποτελεί ένδειξη για μερικές σημαντικές αποφάσεις που έχουν παρθεί κατά την εξέλιξή του.
Για αρχή, τα αυτοκίνητα με πιο κοντό μεταξόνιο, είναι πιο ευαίσθητα στις αλλαγές της κατανομής βάρους ανάμεσα στον εμπρός και τον πίσω άξονα.
Όσο πιο μικρό είναι το μεταξόνιο, τόσο μεγαλύτερη είναι η μεταφορά βάρους ανάμεσα στον εμπρός και πίσω άξονα κατά την επιτάχυνση και το φρενάρισμα. Αυτό σημαίνει πως το φορτίο που δέχονται τα εμπρός και πίσω ελαστικά αντίστοιχα είναι πολύ πιο “ενεργό”. Για την ακρίβεια, η διαμήκης μεταφορά βάρους ενός αυτοκινήτου κατά την επιτάχυνση ή την επιβράδυνση είναι αντιστρόφως ανάλογη με το μέγεθος του μεταξονίου. Όσο μικρότερο δηλαδή, τόσο μεγαλύτερη, και αυτός είναι ο λόγος που το μακρύ μεταξόνιο γενικά συνδέεται με αυξημένη σταθερότητα.
Στο ίδιο μήκος κύματος, η εντονότερη μεταφορά βάρους κατά το φρενάρισμα, αν και δεν αυξάνει την αποτελεσματικότητά του, φορτίζει περισσότερο τα εμπρός ελαστικά, κάτι που μπορεί να φανεί ευνοϊκό για το θερμικό παράθυρο λειτουργίας τους.
Αυτός είναι και ένας από τους λόγους που το κοντό μεταξόνιο γενικά οδηγεί σε καλύτερη κατευθυντικότητα και αμεσότερες αντιδράσεις, αν και πάλι σε αυτό το σημείο θα πρέπει να τονίσουμε πως η συνολική συμπεριφορά του μονοθεσίου εξαρτάται από πάρα πολλούς παράγοντες που δρουν ταυτόχρονα.
Όμως, όσο μεγαλύτερη είναι η απόσταση ανάμεσα στον εμπρός και τον πίσω άξονα, τόσο περισσότερος χρόνος θα περάσει από τη στιγμή που οι εμπρός τροχοί θα συναντήσουν έναν κραδασμό, μέχρι αυτός να φτάσει στους πίσω. Αυτό δίνει περισσότερο περιθώριο στην ανάρτηση για να αντιδράσει, ώστε να αντιμετωπίσει τις ανωμαλίες του οδοστρώματος πιο αποτελεσματικά.
Επιπλέον, ένα αυτοκίνητο με μακρύτερο μεταξόνιο οδηγεί σε αυξημένη σταθερότητα στις υψηλές ταχύτητες και στο φρενάρισμα, εμπνέοντας έτσι μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στον οδηγό του.
Στον αντίλογο, τα μακρύ μεταξόνιο θέτει το αυτοκίνητο στον κίνδυνο του να γίνει υπέρβαρο, μιας και πρώτον, όπως καταλαβαίνουμε οι διαστάσεις αυξάνονται, και δεύτερον κάποια δομικά στοιχεία του αυτοκινήτου θα πρέπει να ενισχυθούν, κάτι που σε περίπτωση χρήσης μικρού μεταξονίου ίσως και να μη χρειαζόταν. Σε επίπεδο συμπεριφοράς στα πιο “σφιχτά” κομμάτια, τα μακριά αυτοκίνητα έχουν μια τάση προς υποστροφή και απαιτούν μεγαλύτερη μέγιστη γωνία στρέψης των εμπρός τροχών και πιο σκληρές ρυθμίσεις μπροστά ως μέτρα αντιμετώπισης.
Στο φετινό Παγκόσμιο Πρωτάθλημα, το μακρύτερο μεταξόνιο ανήκει στη Mercedes, που το αύξησε σημαντικά σε σχέση με πέρυσι. Η Ferrari βρίσκεται περίπου στο μέσο αυτής της κατάταξης, χωρίς να έχει μεγάλη απόκλιση από τις άλλες ομάδες. Η διαφορά όμως που έχει το ασημί μονοθέσιο σε σχέση με τα υπόλοιπα, και ειδικά με την SF70H, είναι αρκετά σημαντική για τα δεδομένα της Formula 1.
Στο δεύτερο μέρος θα εξετάσουμε μερικούς ακόμα τομείς στους οποίους το μήκος του μεταξονίου επηρεάζει ένα όχημα, και τη σχέση αυτού με τα δομικά κυρίως χαρακτηριστικά του.