Για χρόνια το όνομα του Bernie Ecclestone ήταν απόλυτα συνδεδεμένο με τη Formula 1. Η F1 ήταν ο Bernie και ο Bernie… λοιπόν, ο Bernie ήταν ο Bernie. Ο Βρετανός δεν είχε κανένα πρόβλημα να κρατήσει τα ηνία του αγαπημένου του παιδιού μέχρι τέλους ή να αποχωρήσει από το εγχείρημα. Αν είσαι ο Bernie, μπορείς να κάνεις το δεύτερο και να τη βγάλεις καθαρή με λίγες γρατζουνιές. Το γιατί μπορεί να θέλησε «ξαφνικά» να βγει από το κόλπο ο Ecclestone είναι μια άλλη ιστορία, αλλά μεγαλύτερο ακόμα ενδιαφέρον έχει το πώς άλλαξε τελικά χέρια η F1 μέσα από μια διαδικασία που κράτησε τουλάχιστον μια δεκαετία.
Έχουν προηγηθεί άλλες συναλλαγές αλλά ας πιάσουμε το θέμα από όταν αρχίζει να γίνεται όντως περίεργο. Πίσω στο 2005, ο Ecclestone κατείχε ένα αξιοσέβαστο ποσοστό της F1, γύρω στο 25%, μέσω της εταιρείας Bambino Holdings (ίδρυση 2000, διάλυση 2012). Μαζί με τη γερμανική τράπεζα Bayern Landesbank μπορούσε να ελέγχει την πλειοψηφία των μετοχών και να αποφασίζουν για το μέλλον της F1. Θεωρητικά οι δυο τους μπορούσαν να πουλήσουν σε οποιονδήποτε κατάλληλο αγοραστή, ο καθένας ξεχωριστά και ο αγοραστής αυτός δεν ήταν, φυσικά, απαραίτητα κοινός. Όμως, το 2006 πραγματοποιείται μεταπώληση του πλειοψηφικού πακέτου στη γνωστή πλέον CVC Capital Partners. Στη συγκεκριμένη εταιρεία καταλήγουν μετοχές τόσο του Bernie όσο και της γερμανικής τράπεζας. Πώς «έτυχε» να συμπέσουν οι δύο πωλήσεις; Μπορεί να έτυχε. Αυτό που είναι σίγουρο, όμως, είναι ότι ο γερμανός τραπεζίτης Gerhard Gribkowsky, της Bayern Landesbank, κατηγορήθηκε ότι δωροδοκήθηκε από τον Ecclestone με $28εκ ώστε η τράπεζα να πουλήσει τις μετοχές συγκεκριμένα στην CVC. Ο Gribkowski παραδέχθηκε ότι δωροδοκήθηκε (και καταδικάστηκε, μαζί και με άλλες κατηγορίες οικονομικών εγκλημάτων, σε 8.5 χρόνια φυλάκιση) κάτι που ο Ecclestone αρνήθηκε, όμως αργότερα έκλεισε την υπόθεση με συμβιβασμό κόστους $100εκ. Η πώληση στην CVC είχε γίνει, με τον Ecclestone να διατηρεί ακόμα σημαντικό (για πιθανές οριακές αλλαγές στους συσχετισμούς) μερίδιο στην F1 και την CVC να τον κρατάει CEO του σπορ. Μπορεί κι αυτό, βέβαια, να ήταν τυχαίο.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να τονιστεί ότι η πώληση αυτή, που σήμαινε αλλαγή στο ιδιοκτησιακό καθεστώς της F1, θα έπρεπε να εγκριθεί από τη FIA, που λειτουργούσε σαν ρυθμιστής. Μάλιστα, μετά από μια διαμάχη με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή (2001), η FIA υποχρεώθηκε να παραμείνει αυστηρά σε αυτό τον ρόλο, χωρίς τη δυνατότητα εμπορικής εμπλοκής σε αυτές τις αποφάσεις για την F1. Η FIA έπρεπε να δώσει την έγκρισή της σε περιπτώσεις μεταβίβασης του ελέγχου της F1, αλλά όχι στην περίπτωση που αυτό γινόταν μέσω εισαγωγής της F1 σε χρηματιστήριο. Κρατήστε αυτήν τη σημείωση… Η FIA έδωσε την έγκρισή της και η μεταβίβαση έγινε.
Λίγα χρόνια αργότερα (2012), η CVC αποφάσισε ότι θέλει να βγει από το παιχνίδι και επιχείρησε να πουλήσει τις μετοχές της, μέσω εισαγωγής σε χρηματιστήριο (Σιγκαπούρη). Στην περίπτωση αυτή η FIA δεν θα μπορούσε να εγκρίνει ή να εμποδίσει την αλλαγή ιδιοκτησιακού καθεστώτος, αφού η μεταπώληση δεν θα γινόταν απευθείας μεταξύ πρώην και νέων μετόχων. Συμπτωματικά, την περίοδο αυτή ξεσπάει το σκάνδαλο της περιβόητης δωροδοκίας Ecclestone για την πώληση στη CVC. Υπό αυτές τις συνθήκες, η έξοδος στο χρηματιστήριο δυσκολεύεται και ακυρώνεται, καθώς η κατηγορία ενός CEO για τέτοιο ατόπημα δεν μπορούσε να στιγματίζει τη χρηματιστηριακή διαδικασία. Η CVC πλέον θα έπρεπε να βρει άλλο τρόπο να ξεφορτωθεί το μερίδιό της και πλέον θα ήθελε την έγκριση της FIA γι’ αυτό.
Την εποχή εκείνη το μείζον θέμα που κυκλοφορούσε στα πηγαδάκια της F1 ήταν η διαπραγμάτευση για τη νέα Συμφωνία Ομονοίας, που θα πήγαινε το σπορ ως τουλάχιστον το 2020. Ο Bernie είχε καταφέρει τη στήριξη των ομάδων, όμως θα έπρεπε να πάρει μαζί του και τη FIA. Η διαπραγμάτευση γινόταν με τον «νέο» πρόεδρο της FIA, Jean Todt. Για να κερδίσει την εύνοιά του ο Bernie υποσχέθηκε στη FIA τη δυνατότητα αγοράς μετοχών ποσοστού 1% της F1, σε τιμή-δώρο ($458χιλιάδες αντί για $70εκ που κοστολογούνταν τότε), τις οποίες όμως η FIA μπορούσε να εξαργυρώσει μόνο σε περίπτωση που η CVC συγκεκριμένα πουλούσε το μερίδιό της, μαζί με αυτό της FIA, αργότερα. Το μόνο που έπρεπε να γίνει, ήταν να βρεθεί ένας κατάλληλος, υπεράνω πάσης υποψίας, αγοραστής. Το πρόβλημα σε αυτή την υπόθεση είναι ότι η FIA θα έπρεπε να εγκρίνει και αυτή την αγοραπωλησία, με την έγκριση της οποίας θα εξασφάλιζε η ίδια την εξαργύρωση του 1% που της είχε… χαριστεί. Κι αυτό, με όποιον καλοπροαίρετο τρόπο κι αν το δεις, δύσκολα δεν χτυπάει καμπανάκια σε σχέση με τη συμφωνία που είχε με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για μη εμπορική εμπλοκή στα διοικητικά της F1. Σύμφωνα, δε, με τον πρώην πρόεδρο της FIA και τον άνθρωπο που είχε περάσει τη διαμάχη με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή το 2001, Max Mosley, ο συγκεκριμένος κύκλος δράσεων είναι εξαιρετικά δύσκολο να μη θεωρηθεί ότι παραβιάζει τη συμφωνία μη εμπορικής εμπλοκής, αλλά είναι εντελώς στο χέρι της ΕΕ να κυνηγήσει το θέμα ή όχι.
Η FIA, λοιπόν, εγκρίνει την πώληση από την CVC στη Liberty Media το 2017. Η CVC παίρνει $3δις, ο Bernie Ecclestone κάπου $29εκ (διατηρώντας επίσης μετοχές αξίας περίπου $27εκ τότε), η Liberty αποκτά τον έλεγχο και η FIA περίπου $70εκ, έχοντας δώσει παλιότερα μόλις $460χιλιάδες.
Η Liberty Media έδειχνε απολύτως αξιόπιστος αγοραστής και χωρίς οποιαδήποτε ανάγκη να «σπρωχτεί» υπέρ της η διαδικασία. Αργότερα, μάλιστα, «πέταξε» από τη θέση του CEO τον Bernie Ecclestone, τοποθετώντας τον «δικό» της, Chase Carey, δείχνοντας ότι θέλει να αλλάξει φιλοσοφία στη διοίκηση του σπορ. Βέβαια, αυτό ήταν κάτι που δεν φάνηκε να ταράζει ιδιαίτερα τον Ecclestone, ενώ μάλλον φτιάχνει κι ένα κλίμα εναντίον οποιασδήποτε νέας κατηγορίας ότι ο Βρετανός είχε προσυνεννοηθεί κάποια συμφωνία με τη Liberty. Ο Ecclestone έχει καταφέρει πλέον να βγει από τον πυρήνα του σπορ, διατηρώντας, όμως ένα μικρό ποσοστό και τη δυνατότητα να κάνει τις επιχειρηματικές του επαφές τριγυρνώντας στα σαλόνια της. «Έφυγε» την κατάλληλη στιγμή; Αυτό αξίζει μια ξεχωριστή ανάλυση…
2 Σχόλια
Comments are closed.